- ματόπονος
- ο глазная боль
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ματόπονος — ο (Μ ματόπονος) πόνος ή ασθένεια τών ματιών, πονόματος («ὁμοίως διέδραμε καὶ ἡ λοιμικὴ καὶ ψώρα καὶ ματόπονος», Συναδ. Χρον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + πόνος] … Dictionary of Greek
ματόπονος — ο ο πόνος του ματιού, πονόματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονόματος — ο πόνος στο μάτι, ματόπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)